πρωτόστακτος

πρωτόστακτος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που σταλάζει πρώτος
2. φρ. «πρωτόστακτος κονία» — είδος κονίας από ασβέστη και στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί-στακτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόστακτον — πρωτόστακτος first drawn off masc/fem acc sg πρωτόστακτος first drawn off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάκτου — πρωτόστακτος first drawn off masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάκτῳ — πρωτόστακτος first drawn off masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”